- διακράτησις
- δια-κράτησις, ἡ, das Festhalten, die Erhaltung
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
διακράτησις — holding fast fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακρατήσει — διακράτησις holding fast fem nom/voc/acc dual (attic epic) διακρατήσεϊ , διακράτησις holding fast fem dat sg (epic) διακράτησις holding fast fem dat sg (attic ionic) διακρατέω hold fast aor subj act 3rd sg (epic) διακρατέω hold fast fut ind mid… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακρατήσεις — διακράτησις holding fast fem nom/voc pl (attic epic) διακράτησις holding fast fem nom/acc pl (attic) διακρατέω hold fast aor subj act 2nd sg (epic) διακρατέω hold fast fut ind act 2nd sg διακρατέω hold fast aor subj act 2nd sg (epic) διακρατέω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακρατήσεσιν — διακράτησις holding fast fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακράτησιν — διακράτησις holding fast fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακράτηση — η (AM διακράτησις, εως) [διακρατώ] 1. κατοχή 2. εξουσία πάνω σε κάτι ή σε κάποιον 3. γερό κράτημα … Dictionary of Greek
διακρατήσεως — διακρατήσεω̆ς , διακράτησις holding fast fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακρατήσῃ — διακρατήσηι , διακράτησις holding fast fem dat sg (epic) διακρατέω hold fast aor subj mid 2nd sg διακρατέω hold fast aor subj act 3rd sg διακρατέω hold fast fut ind mid 2nd sg διακρατέω hold fast aor subj mid 2nd sg διακρατέω hold fast aor subj… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)